Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μιλάει το

  • 1 μιλώ

    (ε), μιλάω 1. μετ., αμετ.
    1) говорить, разговаривать, беседовать;

    μιλώ τα ελληνικά — разговаривать по-гречески;

    ποια γλωσσά μιλατέ; — каким языком владеете?;

    2) перен. говорить, быть выразительным;

    τα μάτια της μιλανε — у неё выразительные глаза;

    αυτή η ζωγραφιά σού μιλάει — на этой картине всё как будто живое;

    τό πράγμα μιλάει μόνο του — это само за себя говорит; — произносить речь, выступать;

    μιλώ απ' το ( — или στο) μικρόφωνο — выступать перед микрофоном;

    4) выражать, отстаивать своё мнение; возражать;
    γιατί δεν μίλησες; почему ты не возразил?; 5) обсуждать; обговаривать (разг);

    τα μιλήσαμε — об этом мы уже договорились;

    § εγώ μιλώ και γώ τ' ακούω — говорить на ветер;

    μιλιούμαι, μιλιέμαι

    1) — использоваться в качестве средства общения, быть в обиходе (о языке);

    εδώ μιλιέται η ρωσσική — здесь говорят по-русски;

    2) поддерживать хорошие отношения (с кем-л.);

    δεν μιλιούμαστε πιά — мы теперь не разговариваем (друг с другом); — мы больше не знаемся (прост.);

    μιληθήκαμε мы помирились;
    3) быть доступным (о человеке); быть отзывчивым;

    δε μιλιέται από κανένα κ — нему не подступиться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μιλώ

  • 2 ευχέρεια

    η
    1) лёгкость;

    με πολλή ευχέρεια — с большой лёгкостью, легко, свободно, непринуждённо;

    μιλάει με ευχέρεια τα γαλλικά — он свободно говорит по-французски;

    2) ловкость, проворство, сноровка

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ευχέρεια

  • 3 κρασί

    το вино;

    ένα κρασί — стакан вина;

    § βάζω νερό στο κρασί μου — умерять свой пыл, идти на уступки (в споре);

    μιλάει το κρασί — он болтает, потому что пьян, в нём говорит вино

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κρασί

  • 4 μούτρο

    τό
    1) груб. лицо; рожа, морда;

    θα σού σπάσω τα μούτρα — я тебе набью морду;

    2) (противная) морда (о человеке);

    § κατεβασμένα ( — или κρεμασμένα) μούτρα — надутая, постная физиономия;

    ξινισμένα μούτρα — кислое лицо, кислая рожа;

    ξινίζω ( — или στραβώνω) τα μούτρα μου — корчить кислую рожу;

    κάνω μούτρα — притворяться недовольным, сердитым;

    μας κάνει ( — или κρεμάει) μούτρα — он дуется на нас;

    κατεβάζω ( — или κρεμάω) τα μούτρα μου — а) повесить нос; — б) опустить голову (в знак вины); — в) дуться (на кого-л.);

    έχει μούτρα και μιλάει ακόμα — он ещё смеет говорить;

    παίρνω τα μούτρα μου — а) почувствовать себя неловко; — б) осмеливаться, набираться храбрости, наглости;

    δεν είναι γιά τα μούτρα σου — это не для таких, как ты, это не про вас;

    πέφτω ( — или ρίχνομαι) με τα μούτρα σε... — а) с головой окунуться, уходить в...; — б) наброситься (на еду и т. п.);

    με τί μούτρα να παρουσιαστώ μπροστά του — или δεν 2χω μούτρα να τον ιδώ — какими глазами я буду смотреть на него;

    μούτρα γιά σιδέρωμα! — бесстыжая рожа!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μούτρο

  • 5 πολύ

    επίρρ.
    1) много; много времени, долго;

    παρά πολύ — чересчур, слишком много;

    παρά πολύ λίγο — чересчур мало;

    παρά πολύ νερό — чересчур много воды;

    είναι παρά πολύ — это слишком много;

    αότός πολύ μιλάει — он много говорит;

    θα μείνουν πολύ — они пробудут долго;

    2) (перед прил, в сравн, ст.) намного;

    πολύ καλύτερα — намного лучше;

    πολύ πρίν — намного раньше;

    πολύ πιο πλούσιος (έξυπνος) — он намного богаче (умнее);

    3) очень; сильно;

    πολύ καλά — очень хорошо;

    όχι πολύ καλά — не очень хорошо;

    αυτός πολύ μας κουράζει — он нас очень утомляет;

    § ούτε λίγο οδτε πολύ — ни много, ни мало;

    πολύ περισσότερο πού.,. — тем более, что...;

    πολύ πού..! ирон. — как бы не так!; — больно нужно...! (прост.);

    πολύ πού θα μας περιμένει — так он нас и будет ждать;

    πολύ πού με νοιάζει... — больно нужно мне..., начхать мне...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πολύ

  • 6 σόκιν

    άκλ. 1. επίθ. скабрёзный, шокирующий;

    εικόνα σόκιν — непристойная картина;

    2. (τό) скабрёзность, непристойность;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σόκιν

См. также в других словарях:

  • Non-English usage of quotation marks — A Non English usage of quotation marks Punctuation apostrophe ( …   Wikipedia

  • αδολέσχης — ο (Α ἀδολέσχης και ἀδόλεσχος, ον) φλύαρος, πολυλογάς, φαφλατάς αρχ. οξύς, διεισδυτικός, λεπτολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ως β συνθ. τής λ. θεωρείται η λ. λέσχη (= συνομιλία, συζήτηση). Σχετικά με το α συνθ. τής λ. υπάρχουν διαφωνίες και είναι αβέβαιης… …   Dictionary of Greek

  • ακριβομίλητος — η, ο 1. αυτός που μιλάει σπάνια και πολύ λίγο, ολιγόλογος 2. αυτός που δύσκολα τόν πλησιάζει και τού μιλάει κανείς, ο δυσπρόσιτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + μιλώ] …   Dictionary of Greek

  • ακριβόλογος — η, ο 1. αυτός που μιλάει σπάνια και με συντομία 2. αυτός που μιλάει με μέτρο και σύνεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + λογος < λέγω] …   Dictionary of Greek

  • ακριβός — ή, ό 1. (για πράγματα) αυτός που έχει μεγάλη αγοραστική αξία, που κοστίζει πολύ 2. πολύτιμος, τιμαλφής, βαρύς 3. αυτός που απαιτεί πολλά έξοδα, δαπανηρός, πολυέξοδος 4. (για πρόσωπα) αυτός που πουλά σε υψηλή τιμή 5. αυτός που τόν βλέπει κανείς… …   Dictionary of Greek

  • αμίλητος — η, ο [μιλώ] 1. αυτός που δεν μιλάει πολύ, ο ολιγόλογος 2. αυτός που από ιδιοσυγκρασία ή κακότητα αποφεύγει να μιλάει, περήφανος, δυσκολοπλησίαστος, ακατάδεκτος 3. αυτός που δεν είναι «μιλημένος», αυτός δηλ. στον οποίο δεν έγιναν παρακλήσεις ή… …   Dictionary of Greek

  • αμφίγλωσσος — ἀμφίγλωσσος, ον (Μ) 1. ο ασαφής στην έκφραση, αυτός που μιλάει με ασάφεια, με υπονοούμενα 2. αυτός ο οποίος μιλάει δύο γλώσσες, ο δίγλωσσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + γλωσσος < γλῶσσα] …   Dictionary of Greek

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • μαψιλόγος — μαψιλόγος, ον (Α) αυτός που μιλάει χωρίς νόημα ή μιλάει μάταια («μαψιλόγοι οἰωνοί», Υμν. Ερμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάψ (II) + λόγος*, σύνθετο τού τύπου τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

  • μιλώ — έω και άω 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ («το παιδί άργησε πολύ να μιλήσει») 2. συζητώ, συνδιαλέγομαι («μιλάνε συνέχεια και δεν μπορώ να διαβάσω από τη φασαρία») 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον 4. εκφωνώ λόγο 5. γνωρίζω μια… …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»